Υπάρχουν πολλές κλίμακες και διάφορα σεισμικά μεγέθη M. Έχουμε διαπιστώσει ότι κάθε σεισμολογικό κέντρο ανακοινώνει διαφορετικό μέγεθος για τον ίδιο σεισμό. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό;
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να μετρηθούν οι διαφορετικές όψεις ενός σεισμού. Το μέγεθος M είναι το πιο κοινό μέτρο ενός σεισμού. Επειδή αφορά το μέγεθος της πηγής του σεισμού, είναι ο ίδιος αριθμός ανεξάρτητα από το πώς γίνεται αισθητός.
Η κλίμακα Richter μετρά τη μεγαλύτερη διαταραχή στην καταγραφή, αλλά υπάρχουν και άλλες κλίμακες που μετρούν διαφορετικά χαρακτηριστικά του σεισμού. Για παράδειγμα, μία αύξηση κατά ένα βαθμό στην κλίμακα Richter (π.χ. από 4.6 σε 5.6) αναπαριστά μία **δεκαπλάσια αύξηση** στο πλάτος του κύματος και **περίπου 25 φορές περισσότερη ενέργεια** που απελευθερώνεται.
Οι κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του μεγέθους ενός σεισμού είναι:
Η κλίμακα Richter παρουσιάστηκε από τον Charles Richter το 1935. Το μέγεθος ενός σεισμού καθορίζεται από το **λογάριθμο του πλάτους** των κυμάτων που καταγράφονται από τους σεισμογράφους.
Είναι ακριβές για σεισμούς σε αποστάσεις **μέχρι 600 χιλιόμετρα** από το επίκεντρο.
Η κλίμακα αυτή βασίζεται στη μέτρηση των επιφανειακών κυμάτων. Το Ms είναι συνήθως μεγαλύτερο από το ML, και είναι πιο αξιόπιστο για **ρηχούς σεισμούς (<50 km βάθος)**.
Είναι μια επέκταση της κλίμακας Richter και βασίζεται στη μέτρηση των **P-κυμάτων** που διαδίδονται μέσα από το εσωτερικό της Γης. Χρησιμοποιείται για σεισμούς με **μεγάλο εστιακό βάθος**.
Το Mw χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση μεγάλων σεισμών και είναι πολύ ακριβές. Υπολογίζεται από ένα σύνθετο μαθηματικό τύπο και αντικαθιστά την κλίμακα Richter για μεγάλους σεισμούς.
Οι διάφορες κλίμακες σεισμών έχουν σχεδιαστεί για να αποτυπώνουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ενός σεισμού. Η χρήση της κατάλληλης μεθόδου επιτρέπει στους σεισμολόγους να εκτιμήσουν με ακρίβεια την ισχύ και τις επιπτώσεις των σεισμών.